ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τα αξιοθεατα στη Θεσσαλονικη και η μαγευτική αύρα της πόλης σας περιμένουν για να τα εξερευνήσετε. Τα μνημεία της είναι από τα σημαντικότερα στην Ελλάδα και χρονολογούνται ήδη από την αρχαία και βυζαντινή εποχή. Το ξενοδοχείο Egnatia και η προνομιακή θέση του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα σας προσφέρουν εύκολη πρόσβαση σε όλους τους χώρους που επιθυμείτε να επισκεφτείτε.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ταξιδέψτε στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, γνωρίστε την από κοντά, χαρείτε τη ζωντανή πόλη, επισκεφθείτε τα αξιοθέατά της και απολαύστε τη διαμονή σας σε ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία μας. Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ένα αρκετά εκτεταμένο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονται τα περισσότερα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, αξιοθέατα και χώροι αναψυχής. Η Θεσσαλονίκη απαριθμεί μνημεία από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα αρχαίων, ελληνιστικών, ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Ένα πολύ γνωστό μνημείο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ), η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) και το μαυσωλείο του (Ροτόντα-Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τα τείχη της και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών.

sightseeing thessaloniki - egnatia hotel
αξιοθεατα στη θεσσαλονικη - egnatia hotel

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεσπόζει ο Λευκός Πύργος, που χτίστηκε μετά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς (1430) και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης. Ο πύργος είναι κυκλικός, ύψους 37 μέτρων και έλαβε το προσωνύμιο “Πύργος του Αίματος” επειδή χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο για τη φρουρά και φυλακή (λειτουργούσε ως φυλακή για τους Γενίτσαρους). Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και στεγάζει τη μόνιμη έκθεση που αφορά τη Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της το 316/15 π.Χ. μέχρι τις μέρες μας.

ΑΨΙΔΑ ΤΟΥ ΓΑΛΕΡΙΟΥ

Η Αψίδα του Γαλερίου χτίστηκε λίγο πριν από το 305 μ.Χ. και λέγεται επίσης Καμάρα. Δίπλα στο σωζόμενο τόξο υπήρχε ένα ακόμα ίδιο, στο σημείο όπου η θριαμβευτική πομπή από τα ανάκτορα συναντούσε τον πλέον πολυσύχναστο δρόμο στη Θεσσαλονίκη. Στα ανάγλυφα απεικονίζεται η νίκη των Ρωμαίων επί των Περσών.
sightseeing thessaloniki - egnatia hotel
sightseeing thessaloniki - egnatia hotel

ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ

Η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ) είναι έργο του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ., και η στοά της ήταν διπλή, με κίονες που είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (σήμερα φυλάσσονται στο Λούβρο). Σήμερα διοργανώνονται εκθέσεις εντός της Κρυπτής Στοάς. Αξιόλογα είναι η πλατεία, τα λουτρά και το ωδείο, που χρησιμοποιείται ως θερινό θέατρο. Επίσης υπήρχε νομισματοκοπείο και βιβλιοθήκη. Στην αγορά υπήρχε μια συστοιχία κιόνων που αποτελούνταν από οκτώ ειδώλεια. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης και ήταν γνωστά στους Θεσσαλονικείς ως οι “Μαγεμένες” (las incantadas στα ισπανοεβραϊκά) οι οποίες μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

https://en.wikipedia.org/wiki/Wikipedia:Text_of_Creative_Commons_Attribution-ShareAlike_3.0_Unported_License

Κτίστηκε αρχικά στον τύπο του περίκεντρου κτηρίου, στον άξονα της πομπικής οδού που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα. Για τη χρήση του ερίζουν διάφορες απόψεις, όπως ναός του Δία ή των Καβείρων, κτήριο με πιθανόν λατρευτικό και κοσμικό – διοικητικό χαρακτήρα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ανακτορικού συγκροτήματος ή μνημείο αφιερωμένο στη δόξα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μνημείο, διαμέτρου 24,50μ. καλύπτει θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ. Στον κυλινδρικό τοίχο, πάχους 6,30μ., εγγράφονται εσωτερικά οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.

Η μετατροπή του κτηρίου σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους έγινε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Τότε προστέθηκε περιμετρική στοά για την επικοινωνία της οποίας με τον αρχικό πυρήνα διανοίχθηκαν στο πάχος της τοιχοποιίας οι επτά από τις οκτώ κόγχες, διευρύνθηκε η ανατολική με την προσθήκη ιερού βήματος, διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα στη δυτική κόγχη και προστέθηκαν πρόπυλο και δύο παρεκκλήσια στη νότια είσοδο.

Τα λαμπρότερα όμως κατάλοιπα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά που καλύπτουν τις καμάρες των κογχών και τα εσωράχια των παραθύρων, ενώ την αποκορύφωση του λαμπρού διακόσμου αποτελούν τα ψηφιδωτά του θόλου ιεραρχημένα σε τρεις ζώνες. Κατά τους σεισμούς των αρχών του 7ου αι. καταστράφηκε η αψίδα του ιερού, το υπερκείμενο τμήμα του θόλου και πιθανόν και η στοά. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως.

Η ιστορία της πόλης καταγράφεται πάνω στα τείχη, ενίοτε και στις επιγραφές που σώζονται σε διάφορα σημεία της οχύρωσης, μάρτυρες επάλληλων επισκευών και ανακατασκευών μέσα στην πορεία των αιώνων που ακολούθησαν. Λείψανα της ελληνιστικής και διαδοχικά της ρωμαϊκής οχύρωσης της πόλης ενσωματώθηκαν στα τέλη του 4ου αι. στον νέο οχυρωματικό περίβολο, τραπεζιόσχημο σε κάτοψη, με τον οποίο τειχίστηκε η Θεσσαλονίκη. Η συνολική περίμετρος των τειχών της πόλης ανέρχεται στα 8 χλμ. Στα πεδινά τμήματα ισχυροί τριγωνικοί πρόβολοι εναλλάσσονταν με ορθογώνιους πύργους ενώ το τείχος ενισχύθηκε και με προτείχισμα. Από την πλευρά της θάλασσας την πόλη προστάτευε χαμηλό θαλάσσιο τείχος.

Δυτικά τείχη

Τμήμα του παλαιοχριστιανικού τείχους και του προτειχίσματος διατηρείται στην Πλατεία Δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό υψωνόταν μέχρι το 1874, οπότε και κατεδαφίστηκε, η κύρια είσοδος της πόλης, η Χρυσή Πύλη, από την οποία ξεκινούσε η βασική οδική αρτηρία της πόλης, ο ρωμαϊκός decumanus maximus και η μετέπειτα Λεωφόρος των βυζαντινών. Τμήμα του τείχους ανηφορίζει κατά μήκος της σημερινής οδού Ειρήνης, μέχρι τη συμβολή της με την οδό Αγίου Δημητρίου, στο ύψος του δεύτερου κυριότερου decumanus της πόλης. Εκεί ανοιγόταν η δεύτερη από δυτικά βασική πύλη, η Ληταία που οδηγούσε στην ύπαιθρο χώρα, στο Μυγδονικό λεκανοπέδιο και τη Λητή.

Βoρειοδυτικά Τείχη

Την βραχώδη γεωμορφολογία του εδάφους ακολουθούν τα τείχη που ανηφορίζουν προς την Ακρόπολη. Το ΒΔ τμήμα του τείχους αποτελεί προσθήκη στα χρόνια του Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγου, όταν ο ίδιος διετέλεσε δεσπότης της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των ετών 1369 – 1373.

Τείχη Ακροπόλεως – Πύργος Λαπαρδά – Πύλη Άννας Παλαιολογίνας – Πύργος Τριγωνίου – ή Άλύσεως

Το λεγόμενο διάμεσο τείχος που διαχώριζε την περιοχή της Ακρόπολης από την Άνω Πόλη εκτεινόταν δυτικά, απέναντι από τη Μονή Βλατάδων περίπου και έφθανε στα ανατολικά μέχρι τον Πύργο του Τριγωνίου. Η τοποθέτηση των πύργων στο διάμεσο τείχος προς το εσωτερικό της Ακρόπολης, το οποίο αποτελούσε αρχικά την εξωτερική όψη του τείχους της πόλης, επιβεβαιώνει τη μεταγενέστερη προσθήκη της Ακρόπολης στον αρχικό οχυρωματικό περίβολο. Οι επιγραφές που σώζονται στον ορθογώνιο πύργο, γνωστό ως Πύργο του Λαπαρδά, που στέκει απέναντι από τη Μονή Βλατάδων σχετίζονται με τις εκτεταμένες επεμβάσεις που έγιναν στην οχύρωση της Ακρόπολης τον 12ο αι.

Ακολουθώντας το διάμεσο τείχος στην πορεία προς τα ΒΑ ανοίγεται η Πύλη της Άννας Παλαιολογίνας (1355 – 1356), όπως μαρτυρεί η εγχάρακτη στο μαρμάρινο περιθύρωμα επιγραφή. Η πύλη αυτή οδηγούσε στην εκτός των τειχών περιοχή.

Το διάμεσο τείχος καταλήγει βορειονατολικά στον Πύργο της Αλύσεως ή ευρύτερα γνωστό ως Πύργο του Τριγωνίου. Πρόκειται για κυκλικό πύργο που κατασκευάστηκε τον 15ο αι. ενσωματώνοντας τον προγενέστερο τετράγωνο πύργο της βυζαντινής οχύρωσης, που προϋπήρχε στη θέση αυτή.

Ο πύργος του Τριγωνίου μαζί με το Φρούριο του Βαρδαρίου και τον Λευκό Πύργο εντάσσονται στο νέο σύστημα ενίσχυσης της οχύρωσης που εφάρμοσαν οι Οθωμανοί στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις αλλαγές της πολεμικής τεχνικής που επέφερε στο εξής η χρήση της πυρίτιδας.

Ανατολικά τείχη – Λευκός πύργος – Προτείχισμα

Τα τείχη άλλοτε θεμελιωμένα πάνω στον βραχώδη γήλοφο και άλλοτε πατώντας πάνω στα απομεινάρια της ρωμαϊκής οχύρωσης, κατηφορίζουν υψηλά και αγέρωχα μέχρι την οδό Αγίου Δημητρίου και εν συνεχεία ταπεινωμένα πλέον, μετά το 1889, προς τη θάλασσα. Δια μέσου της οδού Φιλικής Εταιρείας, όπου διατηρούνται ορατά τμήματα του προτειχίσματος και τριγωνικοί πρόβολοι του κυρίως τείχους, καταλήγουν στο Λευκό Πύργο, που υψώνεται στη συμβολή του θαλάσσιου με το χερσαίο τείχος. Ο πύργος στη μορφή που σώζεται σήμερα κτίστηκε στα τέλη του 15ου αι., στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού των οχυρώσεων, στη θέση παλαιότερου βυζαντινού πύργου.

Από τις πύλες του ανατολικού σκέλους του περιβόλου γνωστές είναι οι θέσεις δύο κύριων πυλών, πάνω στους δύο βασικούς οδικούς άξονες της πόλης, της Νέας Χρυσής Πύλης σε αντιστοιχία με τη Ληταία και της Κασσανδρεωτικής (ή πύλη της Καλαμαρίας), σε αντιστοιχία με τη Χρυσή Πύλη.

Επταπύργιο

Το φρούριο του Επταπυργίου υψώνεται στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, στο ΒΑ άκρο των τειχών της πόλης. Παρουσιάζει ένα σύμπλεγμα διαφορετικών κατασκευαστικών φάσεων από την παλαιοχριστιανική – πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με οψιμότερη την προσθήκη νεώτερων κτιρίων και βοηθητικών χώρων κατά την μετατροπή του σε φυλακές το 19ο αι και τελική φάση στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τις ήπιες επεμβάσεις και αναγκαίες μετατροπές για την στέγαση των γραφείων της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Πάνω στις τοιχοποιίες του φρουριακού συγκροτήματος με τα ποικίλα κεραμοπλαστικά και τα ενσωματωμένα κατά τόπους μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη διαφόρων εποχών, ανιχνεύονται αντιστοίχως ισάριθμες κατασκευαστικές φάσεις και αποτυπώνονται οι πολυετείς περιπέτειες του κτηρίου, συνυφασμένες με την μακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία της πόλης.

Στην Άνω πόλη στο αδιέξοδο της οδού Αγίας Σοφίας βρίσκεται ο μικρός ναός, άλλοτε καθολικό της μονής του Χριστού Σωτήρα του Λατόμου ή των Λατόμων, προσωνυμία που οφείλεται στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή. Ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 5ο αι. στον τύπο του εγγεγραμμένου σε τετράγωνο σταυρού με κόγχη στα ανατολικά. Σήμερα σώζεται το ανατολικό ήμισυ της αρχικής κάτοψης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ψηφιδωτή παράσταση με το όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ στην κόγχη, ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά έργα της παλαιοχριστιανικής περιόδου.

Βασιλική Αγίου Δημητρίου

Επί της ομώνυμης οδού, βορείως της αρχαίας Αγοράς και του βυζαντινού Μεγαλοφόρου, πάνω στα ερείπια συγκροτήματος ρωμαϊκού λουτρού, όπου φυλακίστηκε και μαρτύρησε το 303 ο αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού Δημήτριος κτίστηκε αρχικά μικρός ευκτήριος οίκος. Στα μέσα του 5ου αι. ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ανήγειρε στην ίδια θέση μεγάλη βασιλική, η οποία κάηκε στο σεισμό του 620. Με τη συνδρομή του Επάρχου Λέοντα και του Επισκόπου της Θεσσαλονίκης αποκαταστάθηκε στην αρχική της μορφή η βασιλική στον τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης με εγκάρσιο κλίτος και υπερώα. Η σημερινή αναδομημένη μορφή του ναού – ο οποίος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1917 – είναι αποτέλεσμα εκτεταμένων εργασιών αναστήλωσης που άρχισαν το 1918 και ολοκληρώθηκαν το 1948.

Στη ΒΔ γωνία υπάρχει σήμερα ο τάφος του αγίου, σε θέση που πιστεύεται ότι υπήρχε ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Ο ναός αφιερωμένος στον πολιούχο άγιο της Θεσσαλονίκης είναι προσκυνηματικός, γνωστός κυρίως και για τα ψηφιδωτά σύνολα που διασώθηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Πρόκειται για ένδεκα ψηφιδωτές συνθέσεις αναθηματικού χαρακτήρα του 5ου, 7ου και 9ου αι. που διατηρούνται στους δύο πεσσούς του ιερού βήματος και στο δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους.
Κρύπτη
Κάτω από το εγκάρσιο κλίτος του ναού βρίσκεται η Κρύπτη, που στα υστεροβυζαντινά χρόνια ήταν το κέντρο της μυροβλυσίας του αγίου. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο υπόγειος αυτός χώρος καταχώθηκε και εγκαταλείφθηκε ενώ η μνήμη της ύπαρξής του φαίνεται ότι σβήστηκε στα κατοπινά χρόνια. Αφορμή για τον εντοπισμό της στάθηκε η καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Από το 1985 λειτουργεί έκθεση, διαρθρωμένη σε επτά (Α – Ζ) αίθουσες και περιλαμβάνει κατεξοχήν γλυπτά παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά που μαρτυρούν τις επάλληλες περιόδους της μακραίωνης ιστορίας της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, ενώ σε δύο προθήκες εκτίθενται νομίσματα και κεραμικά, προερχόμενα από την επίχωση που είχε καλύψει το εσωτερικό της Κρύπτης.

Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία
Ο ναός κατάγραφος στο εσωτερικό του, τοιχογραφήθηκε το 1303 με δαπάνες του πρωτοστράτορα Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη και της συζύγου του Μαρίας. Ο ζωγραφικός διάκοσμος, έργο προικισμένου καλλιτέχνη, αποπνέει την υψηλή αισθητική και τη δυναμική της παλαιολόγειας αναγέννησης.

Στο κέντρο της πόλης επί της οδού Αγίας Σοφίας, βρίσκεται ο Μεγάλος Ναός της Θεοτόκου. Κτίστηκε τον 5ο αι στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και υπερώα, πάνω στα ερείπια συγκροτήματος ρωμαϊκών λουτρών. Μικρό κογχωτό κτίσμα, σε επαφή με τη νότια πλευρά εξυπηρετούσε λατρευτικές ανάγκες του ναού, ενώ μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη προσκολλήθηκε στην ανατολική πλευρά κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στο εσωτερικό του ναού ξεχωρίζουν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά στις κιονοστοιχίες που διαχωρίζουν τα τρία κλίτη ενώ εξαιρετικής τέχνης είναι τα ψηφιδωτά που σώζονται στα εσωράχια των τόξων των κιονοστοιχιών, των υπερώων και του τριβήλου στο νάρθηκα.

Ο ναός αφιερωμένος στο Χριστό, τον αληθή Λόγο και τη Σοφία του Θεού κτίστηκε στα τέλη του 7ου αι. –αρχές του 8ου αι. στη θέση μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αι. Αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς ναού με τρούλο και περίστωο, κατά μίμηση της Αγία Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος στο εσωτερικό του ναού, έργο τριών φάσεων, μαρτυρεί το υψηλό πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο της πόλης σε διάφορες εποχές. Η διακόσμηση του ιερού συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά και ακριβώς χρονολογημένα σύνολα ζωγραφικής της Εικονομαχικής περιόδου (780 – 788). Στον τρούλο η Ανάληψη είναι κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης Αναγέννησης των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων στα τέλη του 9ου αι., ενώ στην κόγχη η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα, έργο του 11ου – 12ου αι. κάλυψε τον μεγάλο σταυρό της εικονομαχικής περιόδου.

Νοτίως της αρχαίας αγοράς, στη ΝΑ γωνία του βυζαντινού Μεγαλοφόρου, στη γειτονιά των χαλκωματάδων, από όπου και έλκει την ονομασία του, βρίσκεται ο ναός της Παναγίας. Είναι ακριβώς χρονολογημένο μνημείο με επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου: κτίστηκε το 1028 από τον Χριστόφορο Πρωτοσπαθάριο και κατεπάνω Λογουβαρδίας, τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή, ως ταφικό παρεκκλήσι. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται σε αρκοσόλιο που ανοίγεται στο πάχος του βόρειου τοίχου του ναού. Ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Οι ραδινές αναλογίες του μνημείου και η ολόπλινθη τοιχοδομία του, την οποία διαρθρώνουν τυφλά αψιδώματα, κόγχες και ημικίονες παραπέμπουν σε κωνσταντινοπολίτικη επίδραση. Δεύτερη γραπτή επιγραφή επιβεβαιώνει την τοιχογράφησή του συγχρόνως με την ίδρυσή του.

Στις παρυφές της Άνω πόλης, επί της οδού Θεοτοκοπούλου βρίσκεται το μοναδικό δημόσιο βυζαντινό λουτρό που σώζεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για κτίσμα ορθογωνικής κάτοψης, μικρών διαστάσεων, που χρονολογείται πιθανότατα στον 13ο αι. και διατηρεί όλους τους αναγκαίους για ένα λουτρό χώρους: προθάλαμο, χλιαρό και θερμό χώρο και δεξαμενή.

Στη συμβολή των οδών Αρριανού και Ιασωνίδου, σε μικρή απόσταση από την αψίδα του Γαλερίου και τη Ροτόντα, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός του Αγίου Παντελεήμονα. Ο ναός, η επωνυμία του οποίου είναι πολύ νεώτερη, ταυτίζεται με το καθολικό της μονής της Θεοτόκου Περιβλέπτου, γνωστή και ως μονή του κυρ Ισαάκ, από τον ιδρυτή της μητροπολίτη Ιάκωβο (1295 – 1314). Ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και περίστωο, το οποίο καταλήγει στα ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Από τον αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο διατηρούνται ελάχιστα δείγματα στην πρόθεση και το διακονικό.

Στην αρχή της οδού Ολύμπου και πολύ κοντά στα δυτικά τείχη βρίσκεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων, καθολικό άλλοτε μονής αφιερωμένης στην Παναγία, με κτήτορα τον Πατριάρχη Νίφωνα (1310 – 1314) και το μαθητή του ηγούμενο Παύλο. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάρθρωση των εξωτερικών όψεων του μνημείου με κορύφωση τα κεραμοπλαστικά που κοσμούν την ανατολική πλευρά. Στο εσωτερικό σώζει εξαιρετικό ψηφιδωτό διάκοσμο, χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου της παλαιολόγειας τέχνης.

Στην Άνω πόλη, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου και πολύ κοντά στα ανατολικά τείχη εντός περίκλειστης αυλής βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού ή των Ορφανών, καθολικό και αυτός βυζαντινής μονής. Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου ναού με περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός του διάκοσμος είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα ζωγραφικά σύνολα στη Θεσσαλονίκη και αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας τέχνης. Από το μοναστηριακό συγκρότημα πλην του καθολικού σώζονται ερείπια του πυλώνα της μονής επί της οδού Ηροδότου.

Πάνω από την οδό Ολυμπιάδος, στις παρυφές της Άνω πόλης, στη συμβολή των οδών Τσαμαδού και Οιδίποδα και κοντά στα ΒΔ τείχη βρίσκεται ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, καθολικό άλλοτε βυζαντινής μονής. Χρονολογείται στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αι. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο και παρεκκλήσια στα ανατολικά. Οι κομψές του αναλογίες και η διάρθρωση των όψεων με βαθμιδωτά αψιδώματα και τόξα, πλίνθινους ημικίονες και κεραμοπλαστικά κοσμήματα καθιστούν το μνημείο εξαίρετο δείγμα της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής. Ο τοιχογραφικός του διάκοσμος αν και διατηρείται πολύ αποσπασματικά, ακολουθεί τη ζωγραφική παράδοση των αρχών της παλαιολόγειας αναγέννησης.

Στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Παλαιών Πατρών Γερμανού βρίσκεται το ναΐδριο του Σωτήρος. Κτίστηκε μετά το 1340 πιθανότατα ως ταφικό παρεκκλήσι βυζαντινού μοναστηριού και αρχικά ήταν αφιερωμένο στην Παναγία. Ανήκει στον τύπο του τετράκογχου εγγεγραμμένου σε τετράγωνη κάτοψη ναού. Η δυτική κόγχη κατεδαφίστηκε το 1936 για την προσθήκη νάρθηκα. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του χρονολογείται την περίοδο 1350 – 1370 και εντάσσεται στην παλαιολόγεια παράδοση.

Έξω ακριβώς από τα τείχη της Ακρόπολης, επί της οδού Ακροπόλεως βρίσκεται η Πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1351 – 1371 από το μαθητή του Γρηγορίου Παλαμά, μοναχό Δωρόθεο Βλατή, και μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από το αρχικό συγκρότημα σώζεται μόνον το καθολικό στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο που απολήγει σε παρεκκλήσια. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό τοποθετείται μεταξύ των ετών 1360 – 1380. Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στο Χριστό Παντοκράτορα ενώ σήμερα τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Επί της οδού Ολυμπιάδος, στη συμβολή της με την οδό Προφήτη Ηλία, πάνω σε ένα φυσικό βραχώδες έξαρμα δεσπόζει ο ναός του Προφήτη Ηλία. Μοναδικός στη πόλη της Θεσσαλονίκης για τον αρχιτεκτονικό του τύπο: τρίκογχος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με λιτή και περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε παρεκκλήσια, ήταν αφιερωμένος στο Χριστό και ταυτίζεται με το καθολικό της μονής Ακαπνίου. Από τον εικονογραφικό διάκοσμο σώζεται μόνον στη λιτή η παράσταση της Βρεφοκτονίας, αντιπροσωπευτική για την τελευταία φάση της παλαιολόγειας τέχνης.